- ποιητίσκος
- ο, Νασήμαντος ποιητής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιητής + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. λοφ-ίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στον Θ. Γ. Ορφανίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek